γαϊδουράς

γαϊδουράς
ο
1. αυτός που οδηγεί γάιδαρο για μεταφορές, ο ονηλάτης
2. ο γαϊδουράνθρωπος*.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • γάιδαρος — Θηλαστικό της τάξης των περιττοδακτύλων. Η επιστημονική ονομασία του είναι όνος. Ο κατοικίδιος γ., που τον χρησιμοποιούν από την αρχαιότητα αφρικανικοί, ασιατικοί και ευρωπαϊκοί λαοί ως ζώο φορτίου, έλξης και ιππασίας, προέρχεται από τον άγριο γ …   Dictionary of Greek

  • γαϊδουριάρης — ο ο γαϊδουράς* …   Dictionary of Greek

  • γαϊδουρολάτης — και γαδουρολάτης, ο (Μ γαδουρολάτης) ο γαϊδουράς. [ΕΤΥΜΟΛ. < γα (ϊ) δούριν + λατης (< αρχ. ελά της < ελαύνω), που σημαίνει τον πορευόμενο (πρβλ. αλογολάτης, ζευγολάτης, πρωτολάτης)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”